Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πορδίζω — Ν [πορδή] κλάνω … Dictionary of Greek
πορδίζω — πόρδισα, κλάνω, πέρδομαι, ξεφυσώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)